Αγίασμα Παναγίας των Βλαχερνών (🇹🇷Τουρκία)

Η Παναγία των Βλαχερνών ήταν βυζαντινή εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγίας. Το μνημείο σήμερα δε διασώζεται. Βρισκόταν στη συνοικία των Βλαχερνών επί των ακτών του Κεράτιου κόλπου. Το όνομα Βλαχέρνα προυπήρχε ήδη από τα αρχαία χρόνια. Στο Διονύσιο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στο έργο του “Ανάπλους Βοσπόρου”, περιγράφοντας τις περιοχές που βρίσκονται στη Σαπρά θάλασσα (Κεράτιος κόλπος) αναφέρει “Και η πρώτη περιοχή ονομάζεται Πολυρρήτιο, από έναν άνθρωπο, τον Πολύρρητο. Η επόμενη ονομάζεται Βαθιά Σκοπιά, από το βάθος της θάλασσας. Η τρίτη Βλαχέρνας, όνομα βαρβαρικό από έναν βασιλιά της περιοχής.”

Στο δεξιό μέρος του ναού βρισκόταν το παρεκκλήσιο, το λεγόμενο «Αγία σορός», όπου φυλάσσονταν το ωμοφόριο και η τιμία εσθής της Θεοτόκου, και όπου μόνο ο βασιλιάς επιτρεπόταν να εισέλθει. Σήμερα διασώζεται μόνο το αγίασμα, το καλούμενο λούμα ή λούσμα των Βλαχερνών. Οι εικόνες και τα μαρμάρινα εκτυπώματα δεν σώζονται.

Η μονή συχνότατα μνημονεύεται στα Βυζαντινά συγγράμματα, τόσο στα πολιτικά, όσο και στα εκκλησιαστικά. Ακόμα πιο συχνά μνημονεύεται στα συναξάρια. Στους τελευταίους μάλιστα αιώνες του κράτους, ο ναός ήταν άκρως σημαντικός λόγω του πλησίον ανακτόρου των Βλαχερνών. Εδώ εκκλησιαζόταν στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο βασιλιάς και οι αυλικοί. Στην συνοικία αυτή, την ονομασμένη «Κοσμίδιον», και στην έξω των χερσαίων τειχών χώρα, στρατοπέδευσαν όχι μόνο οι πολιορκήσαντες την Κωνσταντινούπολη Άραβες και Βούλγαροι, αλλά και οι Σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας.

Παλαιότερα εθεωρείτο πως ο ναός ανεγέρθη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό, την περίοδο 450-3. Ασφαλέστερη θεωρείται η χρονολόγησή του την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α’ (518-27), όπως παραδίδεται στο έργο τού Προκόπιου και σε επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Η εκκλησία πυρπολήθηκε επί Ρωμανού Δ’ Διογένη, και στην συνέχεια ο Ανδρόνικος Β’ ο πρεσβύτερος την ανέγειρε και την διεύρυνε. Οι Σταυροφόροι την μετέτρεψαν σε Λατινική. Σώζονται πολλές επιστολές τού Πάπα Ιννοκέντιου Δ’ προς τον αρχιερέα της εκκλησίας των Βλαχερνών. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ατταλιώτη, η εκκλησία πυρπολήθηκε το 1070, ξανακτίστηκε και ξαναπυρπολήθηκε το 1434. Από τις πολλές πυρκαγιές που δεινοπάθησε, συμπεραίνουμε ότι η εκκλησία είχε ξύλινη σκεπή, όπως αυτές του Στουδίου και του Μανουήλου. Λόγω των ιερών κειμηλίων του ναού, πολλοί πιστοί εκκλησιαζόταν εδώ. Κατά την Άλωση, οι Οθωμανοί βρήκαν τον ναό ερειπωμένο. Αργότερα, το κτήμα έγινε ιδιοκτησία Οθωμανού, ο οποίος καρπωνόταν τα πλούσια δωρίσματα των Χριστιανών. Επάνω από το αγίασμα είχε κτιστεί μια κατοικία. Στον περίβολο συγκατοίκησαν Ατσίγκανοι, που είχαν διωχθεί από τα σπίτια τους. Τον ναό αγόρασε η συντεχνία των Γουναράδων και ανέγειρε έναν ναό επάνω από το αγίασμα, που σώζεται μέχρι σήμερα.

Ο Ακάθιστος Ύμνος που αυτή την περίοδο ψάλλεται σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες κάθε Παρασκευή στην ακολουθία των Χαιρετισμών, σύμφωνα με την παράδοση ακούστηκε για πρώτη φορά στην Παναγία των Βλαχερνών, μια από τις σημαντικότερες εκκλησίες της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Ήταν το έτος 626, όταν η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους και ενώ ο στρατός έλειπε σε εκστρατεία κατά των Περσών. Την άμυνα της πόλης ανέλαβε ο λαός που κατάφερε να εκδιώξει τους πολιορκητές, ενώ μια ξαφνική καταιγίδα που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, βύθισε το στόλο τους. Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή στην ιστορία της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Στον ναό φυλασσόταν η τιμία εσθής (Αγία Ζώνη) της Θεοτόκου, την οποία οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος μετακόμισαν από την Γαλιλαία, και κατέθεσαν πρώτα στον ναό των Αγίων Πέτρου και Μάρκου (σήμερα «Κοτζά Μουσταφά πασά»), και ακολούθως στον ναό των Βλαχερνών. Μαζί με την εσθήτα αυτήν φυλασσόταν και το ωμοφόριον της Θεοτόκου, το οποίον ο Ρωμανός Α’ Λακαπηνός «ως θώρακα περιέβαλε και εξήλθε κατά του πολιορκητούντος την πόλιν Συμεών του Βουλγάρου». Από τον ναό αυτό αφαίρεσαν οι Λατίνοι Σταυροφόροι τον βραχίονα του Αγίου Γεωργίου, το σώμα της Αγίας Λουκίας, και έναν θαυματουργό σταυρό. Τα κειμήλια αυτά σώζονται σήμερα στην Βενετία.

Την ανακομιδή της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, άλλοι αποδίδουν στο βασιλιά Αρκάδιο και άλλοι στο γιο του Θεοδόσιο τον Β΄. Η μεταφορά έγινε από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν σε μια χρυσή θήκη, που ονομάστηκε αγία Σωρός. Όταν πέρασαν 410 χρόνια, ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός άνοιξε την αγία αυτή Σωρό για τη βασίλισσα σύζυγό του Ζωή, που την διακατείχε πνεύμα ακάθαρτο. Όταν λοιπόν, άνοιξε την αγία Σωρό, βρήκε την Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου να ακτινοβολεί υπερφυσικά. Και είχε μια χρυσή βούλα, που φανέρωνε τον χρόνο και την ημέρα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού την προσκύνησαν, ο Πατριάρχης άπλωσε την Τιμία Ζώνη επάνω στη βασίλισσα και αυτή αμέσως απελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Όλοι τότε δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και ευχαρίστησαν την πανάχραντη Μητέρα Του, η οποία είναι για τους πιστούς φρουρός, φύλακας, προστάτις, βοηθός, καταφυγή, σκέπη, σε κάθε καιρό και τόπο, ημέρα και νύκτα. Στη συνέχεια η Αγία Ζώνη τεμαχίστηκε και μεταφέρθηκαν τεμάχιά της σε διάφορους Ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους Λατίνους (το 1204), κάποια τεμάχια εκλάπησαν από αυτούς, αρπάχτηκαν από τους βάρβαρους και απολίτιστους κατακτητές και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ένα μέρος τους διασώθηκε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωση της από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στον Ιερό Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών. Η τελευταία αναφορά για το ιερό σέβασμα είναι ενός Ρώσου προσκυνητή την Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1424-1453 μ.Χ. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, το 1453 μ.Χ., είναι άγνωστο τι απέγινε το υπόλοιπο μέρος της Αγίας Ζώνης. Το μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, που έφθασε εκεί με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο. Ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν χρυσό Σταυρό για να τον προστατεύει στις εκστρατείες. Στη μέση του Σταυρού είχε τοποθετηθεί τεμάχιο Τιμίου Ξύλου. Ο Σταυρός έφερε ακόμη θήκες με άγια λείψανα Μαρτύρων κι ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Όλοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιρναν αυτόν τον Σταυρό στις εκστρατείες. Το ίδιο έπραξε και ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195) σε μια εκστρατεία εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν. Νικήθηκε όμως και μέσα στον πανικό τον έριξε στο ποτάμι για να μην τον βεβηλώσουν οι εχθροί. Μετά από μερικές ημέρες οι Βούλγαροι τον βρήκαν κι έτσι πέρασε στα χέρια του Ασάν. Οι Βούλγαροι Ηγεμόνες μιμούμενοι τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες έπαιρναν μαζί τους στις εκστρατείες τον Σταυρό. Σε μια μάχη όμως εναντίον των Σέρβων, ο βουλγαρικός στρατός ηττήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ο Λάζαρος αργότερα δώρισε τον Σταυρό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου μαζί με το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Οι Άγιοι Πατέρες της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου διασώζουν μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αξίωμα και μόνασε στην Ιερά μονή Βατοπεδίου.

Στις 2 Ιουλίου εορτάζεται η κατάθεσή της εν «Βλαχερναίς» το έτος 473. Στις 31 Αυγούστου εορτάζεται «τα καταθέσια της τιμίας ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω εν Κωνσταντινουπόλει ναώ αυτής τω εν τοις Χαλκοπρατείοις».